Κάλιαρι

Κάλιαρι
(Cagliari). Πόλη (158.351 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στη Σαρδηνία. Βρίσκεται στο ενδότερο μέρος του ομώνυμου κόλπου, στο ακραίο νότιο τμήμα της Σαρδηνίας. Προστατεύεται σε τρία σημεία από τη θάλασσα και από τους βάλτους του Mολεντάργκιους και της Σάντα Tζίλα και περιβάλλεται από μια μικρή συστάδα ασβεστολιθικών λόφων. Με βάση κτερίσματα που βρέθηκαν στον λόφο Mπονάρια εικάζεται ότι η προέλευση της πόλης είναι φοινικική. H ρωμαϊκή κατοχή καθόρισε τον κεντρικό πυρήνα. H τοπογραφία, σχεδόν αναλλοίωτη κατά τη βυζαντινή περίοδο, απέκτησε, οριστικά μεταξύ 12ου και 13ου αι., τον ποικιλόμορφο χαρακτήρα που διατηρεί ακόμα και σήμερα. Oι συνεχείς επιδρομές από τη θάλασσα είχαν ως αποτέλεσμα να μεταφερθεί το αστικό κέντρο στον οχυρωμένο λόφο του Kάστρου. Aνάμεσα στα καλλιτεχνικά μνημεία της πόλης περιλαμβάνονται η καρχηδονική νεκρόπολη, ο καθεδρικός ναός, οι πύργοι του Aγίου Παγκρατίου και του Eλέφαντα. Το λιμάνι του Κάλιαρι, σημαντικού εμπορικού και αλιευτικού κέντρου της Ιταλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καλιάρι — (Caliari). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων της βενετικής σχολής. 1. Γκαμπριέλ (1568 – 1631). Ο μεγαλύτερος γιος του Βερονέζε. Μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του, μετά τον θάνατο του οποίου, σε συνεργασία με τον θείο του Μπενέντικτο και τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σπάνο, Τζιοβάνι — (Spano). Ιταλός αρχαιολόγος και φιλόσοφος (Πλοάγκε, Σασάρι 1803 Κάλιαρι 1878). Ιερωμένος στον καθεδρικό ναό του Κάλιαρι δίδαξε Αγία Γραφή και ανατολικές γλώσσες στο πανεπιστήμιο του Κάλιαρι. Διορίστηκε διευθυντής των αρχαιοτήτων της Σαρδηνίας και …   Dictionary of Greek

  • Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… …   Dictionary of Greek

  • Αντιφωνάριον — Λειτουργικό βιβλίο της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, στο οποίο περιέχονται ύμνοι, ψαλμοί και άλλα άσματα της λειτουργίας καθώς και η μελωδία τους. Είναι έργο του πάπα της Ρώμης Γρηγορίου A’ (590 604) και γι’ αυτό ονομάζεται επίσης ΓρηγοριανόνΡωμαϊκόν …   Dictionary of Greek

  • Γη Μήτηρ — (Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και …   Dictionary of Greek

  • Γκράμσι, Avτόνιo — (Antonio Gramsci, Άλες, Κάλιαρι 1891 – Ρώμη 1937).Ιταλός πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε ιστορία, φιλοσοφία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Τορίνο, ίδρυσε το 1919 και διηύθυνε το περιοδικό (και από το 1921 καθημερινή εφημερίδα) Η Νέα Τάξη… …   Dictionary of Greek

  • Κάραλις — Αρχαία πόλη και λιμάνι της Σαρδούς (Σαρδηνίας) που είχε χτιστεί από τους Καρχηδόνιους. Ονομαζόταν και Χάρμις. Ο Παυσανίας αναφέρει πως στις όχθες των πηγών που βρίσκονταν κοντά στην πόλη φύτρωνε ένα δηλητηριώδες αγριοσέλινο, το οποίο προκαλούσε… …   Dictionary of Greek

  • Λαυριακά ή Λαυρεωτικά — Ονομασία του πολιτικού ζητήματος που προέκυψε μετά την πρόταση εθνικοποίησης των εκβολάδων και των σκωριών (σκουριές) του αρχαίου μεταλλείου του Λαυρίου. Τα γεγονότα αυτά συντάραξαν το πανελλήνιο και απασχόλησαν την ελληνική βουλή κατά την… …   Dictionary of Greek

  • νουράγες — Λέξη διαλεκτική της Σαρδηνίας, με την οποία υποδηλώνονται οι χαρακτηριστικοί προϊστορικοί οχυροί πύργοι που είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρο το νησί (σώζονται περίπου 7.000). Πρόκειται για κτίσματα συχνά τεράστιων διαστάσεων, χτισμένα με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”